ηχείο

ηχείο
Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την τροφοδότηση του ενισχυτή ήχου. Το πλαίσιο και το περίβλημα παίζουν ρόλο ακουστικού ρυθμιστικού φράγματος και τα τοιχώματά του είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να εξουδετερώνουν τις ανεπιθύμητες ταλαντώσεις. Το η. έχει ισχύ από 2 μέχρι 10.000 W (Βατ) και περιλαμβάνει 1 μέχρι 8 μεγάφωνα. Τo ύψος του είναι μεγαλύτερο από το πλάτος του, με αποτέλεσμα η κατακόρυφη ικανότητα ακτινοβολίας να είναι μεγαλύτερη από την οριζόντια. Τα χαρακτηριστικά αυτά του η. είναι κατάλληλα για μεγάλους χώρους, στάδια, αίθουσες μεγάλης χωρητικότητας κλπ. Επιπλέον, όπου η ικανότητα κατεύθυνσης στο κατακόρυφο επίπεδο δεν είναι η επιθυμητή, τοποθετούνται η. το ένα πάνω στο άλλο και συνδέονται συμφασικά. Η. ονομάζεται επίσης το τμήμα ορισμένων έγχορδων οργάνων, που εξυπηρετεί την ένταση και τον χρωματισμό του ήχου. Κατασκευάζεται συνήθως από ειδικό ξύλο, αν και σε μερικά όργανα (όπως το μπάντζο) χρησιμοποιείται αντί για ξύλο δέρμα ζώου. Το η. του οργάνου έχει τρύπες που διευκολύνουν την αντήχηση. Το βιολί και η κιθάρα έχουν η. με άνω και κάτω επιφάνεια.
* * *
το (Α ήχεῑον)
το ξύλινο κοίλωμα που αποτελεί το κύριο σώμα τών έγχορδων οργάνων, το αντηχείο·|| νεοελλ.
1. ξύλινο κιβώτιο που ενισχύει την ένταση τού ήχου
2. σύστημα μεγαφώνων που χρησιμεύει στην καλύτερη αναπαραγωγή τών ήχων που παράγονται από έναν ενισχυτή ακουστικών συχνοτήτων
αρχ.
1. κρουστό όργανο, συνήθως μεταλλικό, όπως το κύμβαλον*, το τύμπανο ν* ή το χαλκείον*.
2. στον πληθ. τά ἠχεῑα
σύνολο ημισφαιρικών δοχείων διαφόρων μεγεθών που κρούονταν με ραβδί παράγοντας ήχους διαφόρου ύψους
3. μηχάνημα στο αρχαίο θέατρο το οποίο χρησίμευε στην απομίμηση τής βροντής, οπότε λεγόταν βροντείον, ή για την παραγωγή διαφόρων θορύβων ανάλογα με τις ανάγκες τής θεατρικής παράστασης
4. μεταλλική ηχητική πλάκα τής λύρας, αλλ. χάλκωμα*
5. ως επίθ. αυτό που ηχεί, που παράγει ήχο («ἠχεῑον ὄργανον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + κατάλ. -ειο(ν) (πρβλ. λυχν-είον < λύχνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηχείο — το 1. κιβώτιο που ενισχύει την ένταση του ήχου. 2. το ξύλινο κοίλωμα των έγχορδων οργάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • μπουζούκι — Μουσικό, έγχορδο όργανο γνωστό σε όλους τους αρχαίους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. Αναπαραστάσεις του βρίσκουμε σε ανάγλυφα ή μνημεία των Ασσυρίων, των αρχαίων Αιγυπτίων κ.ά. Οργανολογικά ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων,… …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • βάρβιτος — Μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, που λεγόταν επίσης και κιθάρα. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, γι’ αυτό και αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν όμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη β.… …   Dictionary of Greek

  • μπάντζο — Μουσικό όργανο αφρικανικής προέλευσης. Είναι ένα είδος κιθάρας ή μαντολίνου, του οποίου το ηχείο σκεπάζεται με δέρμα. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην παραδοσιακή μουσική των ΗΠΑ, και κυρίως στη μουσική country. Το μπάντζο είναι έγχορδο μουσικό… …   Dictionary of Greek

  • ούτι — Χορδόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου. Η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό Al Ud, που σημαίνει ξύλινο όργανο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το ο., που συχνά συγχέεται με το λαούτο, δεν είναι όργανο συνοδείας, αλλά παίζει …   Dictionary of Greek

  • σαντούρι — Λαϊκό μουσικό όργανο, τραπεζοειδούς σχήματος, που αποτελείται από το ηχείο (χωρίς βραχίονα) ύψους 4 5 εκ., πλάτους 55 65 εκ. και μήκους ως ένα μέτρο, στην επιφάνεια του οποίου είναι τεντωμένες ανά 2, 3 ή 4, ανάλογα με το πάχος τους, οι 100 140… …   Dictionary of Greek

  • ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”